- ομοδικία
- η юр. положение сортветчиков, соистцов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ομοδικία — η η από κοινού παράσταση στο δικαστήριο δύο τουλάχιστον διαδίκων με την όμοια ιδιότητα τού ενάγοντος ή τού εναγομένου ή η σώρευση δύο τουλάχιστον αγωγών τού ίδιου ενάγοντος εναντίον τού ίδιου εναγομένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομόδικος. Η λ. μαρτυρείται… … Dictionary of Greek